Ειναι αυτες οι νυχτες τελικα που βλεπεις καθαρα,το χρωμα που εχουν τα ματια της μοναξιας.Ιδιο ακριβως οπως οι σταχτες απο τα ονειρα.

Αλκυόνη Παπαδάκη

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Όνειρο θερινής (;) νυκτός

Πλησίασα και άγγιξα τα πλήκτρα. Σήμερα θα έπαιζα για μένα. Μόνο. Συνειδητοποίησα ότι πέρασε καιρός από την τελευταία φορά . Δεν ήθελα. Δεν μπορούσα.

Ξεκίνησα με δυο – τρεις αγαπημένες μελωδίες. Από εκείνες που ποτέ δεν ξεχνάς, ποτέ δε βαριέσαι, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Η νοσταλγία έγινε κύμα και με διαπέρασε ολόκληρη και μια γλυκόπικρη γεύση έφτασε στο στόμα μου και φίλησε το εσωτερικό των χειλιών μου.

Κι ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που έγινε αυτό που φοβόμουν…

Σ’ ένιωσα δίπλα μου. Όπως τότε. Θυμάσαι;

Μύρισα το άρωμά σου, άκουσα τη φωνή σου…Σε είδα.

Εισέβαλες με αυθάδεια στις σκέψεις μου κι έκανες κατάληψη σε κάθε κύτταρό μου. Επίδειξη δύναμης και εξουσίας γεμάτη εγωισμό και αλαζονεία.

Ναι. Πανικοβλήθηκα. Αισθάνθηκα μια θανάσιμη αδυναμία.

Έσφιξα τα δόντια μου και δυνάμωσα ασυναίσθητα την ένταση του ήχου. Νόμιζα πως έτσι θα σε εξαφανίσω!

Ανόητες ψευδαισθήσεις!

Δεν έφυγες.

Σα να σου άρεσε ο ρόλος του μονάρχη.

Έκατσες με έπαρση στο θρόνο σου φορώντας επίχρυσο στεφάνι ματαιοδοξίας και αποφάσισες να το διασκεδάσεις. Δάγκωσες με λαιμαργία ένα κομμάτι ουρανό και ρούφηξες κάμποσες σταγόνες γαλήνης.

Κι εγώ εξακολουθούσα να πάλλομαι μεθυσμένη από οργή (και πάθος;) μαζί με τις χορδές του πιάνου.

Η παρολίγον σιωπηλή παραίτηση του ‘πριν’ , μετατράπηκε τώρα σε μια τεράστια αντίδραση. Έγινα ολόκληρη μια αντίδραση.

Έδιωξα με μανία τα τετριμμένα όνειρα του χθες που τόσο λάτρεψα και έπνιξα σ’ ένα ποτήρι με φωτιά τις αφυδατωμένες, εύκαμπτες υποσχέσεις του κάποτε – ξέρεις, αυτές που γεννιούνται αυθόρμητα υπό το θαμπό φως των φεγγαριών της νύχτας και πεθαίνουν την ίδια στιγμή χωρίς καν να το πάρεις είδηση.

Ένιωθα μια ιδέα πιο άδεια, αλλά δεν σταμάτησα. Έπρεπε να το τολμήσω κάποια στιγμή. Κι έφτασα μέχρι το τέλος...

Ύστερα άνοιξα με λαχτάρα το παράθυρο και σχεδόν διέταξα τον άνεμο να μαζέψει τα απομεινάρια της μάχης και να φύγει και τη βροχή να καλύψει με τέχνη τα ίχνη μου.

Να μην καταλάβει κανείς. Να μη θυμάμαι ούτε καν εγώ…

Λίγες ώρες αργότερα, ξύπνησα μάλλον εξαντλημένη και κοίταξα γύρω μου.

Όλα στη θέση τους.

Εγώ όμως ήξερα…

Απέτυχα.

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Περιπλανιέμαι....

Βραδιά σιωπηλή. Ο απόηχος της ημέρας που εκπλήρωσε το χρέος της και αποσύρθηκε κουρασμένη στα σπήλαια του ουρανού.
Νύχτα άχρωμη, άγευστη, από εκείνες που περνούν απαρατήρητες, γεμάτες από αμηχανία και ντροπή, περιμένοντας με λαχτάρα να τραγουδηθούν, να αγαπηθούν…
Και το φεγγάρι – μισό σήμερα – μάταια προσπαθεί με το αχνό και άβολο φως του να προσθέσει λίγο χρώμα ή έστω δυο-τρεις ματζόρε συγχορδίες στη σχεδόν πένθιμη χορωδία των άστρων.

Κι αυτό που δεν κατάφερε να κάνει το φεγγάρι και όλοι οι πλανήτες μαζί, επετεύχθη τόσο μα τόσο απλοϊκά και εύκολα μέσα σε λίγα λεπτά ανάσας και ζωής.

Το μόνο που έκανα ήταν να αφουγκραστώ με προσοχή τα διακριτικά βήματα της καθημερινότητας…Κι εκείνη με αντάμειψε, προσφέροντάς μου μια χαραμάδα στα μυστικά της κι ένα μικρό δείγμα από την άκαμπτη ευτυχία του μικρόκοσμου…και τα ειχα καταφερει,τους εκλεισα τη πορτα "τι να τη κανω τη πραγματικοτητα "τους λεω ''εγω εχω το ονειρο''...

Ένα βιολί που κλαίει με τέχνη, καθώς παλεύει να ανασάνει φυλακισμένο στο σώμα του κομματιού, μια χούφτα από ασημένιες σκέψεις που αναζήτησαν καταφύγιο στην τσέπη του παλτού μου, η μυρωδιά του Νοέμβρη που τρύπωσε κρυφά από το ανοιχτό παράθυρο στο σκοτεινό δωμάτιό μου, λίγες διάσπαρτες και απρόσμενες σταγόνες ερωτισμού και τρυφερότητας που μούσκεψαν τη στεγνή επιφάνεια του τραπεζιού…
Ήταν αρκετά. Έφταναν για να πυροδοτήσουν έκρηξη χρωμάτων και αισθήσεων.
Κι η νύχτα ξαφνικά απέκτησε νόημα, ουσία. Πνοή δική της κι όχι δανεική από απατηλά όνειρα και προσδοκίες μακρινές…

Εδώ κρύβεται το μυστικό. Όχι εκεί ψηλά που κοιτάς. Εδώ, χαμηλά. Πίσω από τις τριανταφυλλιές, κάτω από το πέπλο της βουβής πραγματικότητας…

Μπορείς να φύγεις τώρα. Δε σε χρειάζομαι πια.
Πρέπει να μείνω μόνη.