Ειναι αυτες οι νυχτες τελικα που βλεπεις καθαρα,το χρωμα που εχουν τα ματια της μοναξιας.Ιδιο ακριβως οπως οι σταχτες απο τα ονειρα.

Αλκυόνη Παπαδάκη

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Μεταμεσονυκτιες Παρωδιες

Τρίτη βράδυ (η μέρα δεν έχει πολλή σημασία, αλλά…just for the record..)
Ώρα 2:25 (μήπως έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα η ώρα…;;Στα record κι αυτή..)

Ο Μέγας Ύπνος πάλι μου θύμωσε απόψε. Αρνείται πεισματικά να φανεί. Ίσως να φταίω κι εγώ που τελευταία έχω πάψει να τον περιμένω στην πόρτα με τη συχνότητα του άλλοτε…Και κλειδιά δεν του έχω δώσει.

Μοναδική συντροφιά μου και πάλι η νύχτα, λοιπόν. Εκείνη ποτέ δεν με πρόδωσε. Πάντα παρούσα και στην ώρα της…

Παρόλα αυτά, παραμερίζω την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας μήπως παρ’ ελπίδα έχει ξεμείνει κάποιο ακόμη αντικρινό φως αναμμένο εκτός από το δικό μου. Έτσι, για να νιώθω ότι έχω «παρέα» στις νυχτερινές μου διαδρομές.
Από μικρή, θυμάμαι, τα ίδια έκανα. Ξυπνούσα μες στη νύχτα και πήγαινα προς το παράθυρο, με τη λαχτάρα να δω φως αναμμένο από κάποια διπλανή πολυκατοικία. Κι ένιωθα τόση ανακούφιση κι ασφάλεια στη θέα του! «Να κι άλλος ένας..», σκεφτόμουν.

Τώρα, όμως, τίποτα. Σιωπή. Κλειστά φώτα, κλειστά παντζούρια, κλειστές ζωές.
Άλλωστε αυτό το «κλειστό» σύστημα έχει την τιμητική του στην εποχή μας…Παντού. Μέσα κι έξω.

Αλλά ούτε περίμενα κάτι διαφορετικό. Εδώ και την ημέρα όλα «κλειδωμένα» είναι. Απροσπέλαστα. «Μην αγγίζετε, καιγόμαστε (στη μοναξιά μας)», γράφει το σήμα με τον Κέρβερο από δίπλα. Δύσκολα πλησιάζεις. Και δύσκολα σε πλησιάζουν.
Ναι, γιατί αν δεν το’ χεις πάρει χαμπάρι κι εσύ τα ίδια γράφεις έξω από την πόρτα σου. Απλά δεν το έχεις προσέξει ποτέ. Σκυφτός μπαίνεις, σκυφτός βγαίνεις. Κι εσύ και οι υπόλοιποι των ανθρώπων γύρω σου.

Κι είναι αστείο και ειρωνικό!

Καθένα από αυτά τα χαριτωμένα καρτούνς (μέσα κι εγώ) έχει δυο πόδια, δυο χέρια κι ένα κεφάλι!Όλα τους αγαπούν, θυμώνουν, σκέφτονται (ενίοτε) και λειτουργούν κατά τον ίδιο τρόπο και σε όλα τα υπόλοιπα με ελάχιστες και ίσως άνευ σημασίας αποκλίσεις.

Που, λοιπόν, χρησιμεύουν αυτές οι ταμπέλες;;;;
Για να απωθήσουν ποιον και γιατί;;;

Δεν ξέρω, όμως, αν τελικά βρίσκεται εκεί το…κυρίως πιάτο κι η ουσία του προβληματισμού μου, τουλάχιστον για απόψε.. Και θα εξηγηθώ ευθύς αμέσως…

Οι απαγορευτικές πινακίδες – ευτυχώς – δεν κάνουν πάντα τη δουλειά τους. Βρίσκουμε τρόπο και τις παραβιάζουμε. Σίγουρα παίρνοντας κάποιο ρίσκο, αλλά, όπως και να έχει…τα καταφέρνουμε. Εξοντώνουμε τον Κέρβερο βγάζοντας νοκ – άουτ και τα τρία του κεφάλια.

Μας μένουν τα εύκολα. Η πινακίδα που γράφει «έλξατε» στην πόρτα και το «welcome» - για να νιώθουμε, αν μη τι άλλο, πολίτες του κόσμου! – στο πατάκι.

«Welcome», λοιπόν.

Και…ύστερα;;
Ύστερα αρχίζει αυτό το γοητευτικό παιχνίδι του «δούναι και λαβείν», στο οποίο δεν υπάρχουν όρια και κανόνες. Ούτε καν κάποιος σκοπός – προορισμός. Κλείνεις τα μάτια κι όπου βγει. Κι είναι, αλήθεια, πανέμορφη η διαδρομή! Όσο μικρή κι αν είναι.

Συνεπώς, δέχομαι ότι οι επαφές υπάρχουν. Κάποια στιγμή γίνεται αυτό το πρώτο βήμα και οι αποστάσεις μικραίνουν, ελαχιστοποιούνται.

Πόσο όμως θα διαρκέσει αυτή η…επίσκεψη και μαζί με αυτήν και το ταξίδι..;;
Γιατί λίγοι είναι αυτοί που μένουν. Οι υπόλοιποι έρχονται, προκαλούν ένα μικρό σεισμό – στη διάρκεια του οποίου, βέβαια, μόνο τρομοκρατημένος δε νιώθεις, παρά μουδιασμένος, ίσως, από την ευχάριστη και απρόσμενη επίσκεψη – και, είτε αργά είτε γρήγορα, αποχωρούν. Μπορεί και να ξεχνιούνται μάλιστα ή να ξεφτίζουν τόσο, που τελικά φτάνεις να αναρωτιέσαι αν το ταξίδι αυτό το ονειρεύτηκες ή αν το έζησε άλλος για σένα και σου έμεινε η περιγραφή…

Για κάποιους νιώθεις ότι είχε έρθει πια το τέλμα, το τέλος και η απομάκρυνση σου φαίνεται λογική και ομαλή.
Άλλοτε όμως είναι «βίαιη» και ξαφνική. Κι εσύ ήθελες να δώσεις κι άλλα και να πάρεις λίγα ακόμη.

Ώσπου έρχονται άλλοι στο δρόμο σου για να δεχθούν και να προσφέρουν. Και το παιχνίδι δεν σταματά ποτέ, ούτε μεταβάλλεται. Μόνο οι παίκτες αλλάζουν. Έρχονται, παίζουν – όχι απαραίτητα με την κακή έννοια - και φεύγουν ο ένας μετά τον άλλον.
Ακούγεται απολύτως φυσικό και πιθανόν να είναι. Αλλά, για να πω την αλήθεια, αυτή η συνεχής εναλλαγή των ανθρώπων μου προκαλεί κάποια αμηχανία. Με αγχώνει…Με τρομάζει. Και με μελαγχολεί.

Για τα άτομα που ήρθαν για κάμποσο κι άφησαν κάποιες γλυκές μυρωδιές στο πέρασμά τους και που τώρα έχουν λίγο ή πολύ χαθεί ή «ξεφουσκώσει».

Και για εκείνα που θα έρθουν στο μέλλον, θα διεκδικήσουν ένα μικρό κομμάτι σου κι ύστερα, με τη σειρά τους, θα αποχωρήσουν.

Κι αυτό δεν θα αλλάξει. Και δεν ξέρω αν μπορείς να κάνεις κάτι για να κρατήσεις κοντά σου εκείνα που είναι δρομολογημένα να φύγουν.

Κάποια πράγματα απλά δεν τα ελέγχεις…Έτσι, περιμένεις.

Κι ώρα πέρασε. Σχεδόν ξημερώνει. Μου φαίνεται θα πάω η ίδια και θα αρπάξω τον Μορφέα από τα μαλλιά, μήπως "φιλοτιμηθεί" να έρθει κι από εδώ μια βόλτα.
Και το φως– αν και σε άλλη περίπτωση θα το θεωρούσα μεγάλη σπατάλη ενέργειας! – θα το αφήσω ανοιχτό.

Μπορεί να το χρειαστούν οι απέναντι…